- νειλομέτριον
- νειλομέτριον, τὸ (Α)ειδική εγκατάσταση στον ποταμό Νείλο για τη μέτρηση τής ανύψωσης και πτώσης τών υδάτων τού ποταμού, που παρατηρείται κάθε χρόνο, αλλ. νειλοσκοπείον, το σημερινό νειλόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Νείλος + -μέτριον < μέτρον), πρβλ. σιτο-μέτριον, υδρο-μέτριον)].
Dictionary of Greek. 2013.